Ο ΤΟΠΟΣ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ

ΟΝΟΜΑΣΤΕΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ

Η ΥΔΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΛΕΦΩΝΩΝ

ΚΑΡΠΟΦΟΡΑ ΔΕΝΤΡΑ- ΖΩΑ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ

ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ -ΠΡΟΪΟΝΤΑ

Ο ΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΩΝΙΣΜΑ ΤΟΥ ΣΙΤΑΡΙΟΥ

Η ΟΙΚΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΑΝΙΩΤΙΣΣΑΣ

Η ΥΦΑΝΣΗ ΠΑΝΙΝΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ

ΥΦΑΝΣΗ ΜΑΛΛΙΝΩΝ ΚΛΙΝΟΣΚΕΠΑΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΙΔΩΝ

ΚΑΤΟΙΚΙΑ – ΣΙΤΙΣΗ- ΕΝΔΥΜΑ- ΠΟΔΗΜΑ

Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ

Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΣΗΜΕΡΑ


ΚΑΤΟΙΚΙΑ – ΣΙΤΙΣΗ - ΕΝΔΥΜΑ - ΠΟΔΗΜΑ

Τα σπίτια των κατοίκων του Πλατάνου ήσαν μικρά, με σχέδιο διώροφου τα περισσότερα, με τη διαφορά ότι το ισόγειο το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη, να βάζουν τα προϊόντα τους και σαν στάβλους για τα ζώα τους. Τέτοια υπάρχουν και σήμερα ακόμη, πολλοί όμως αξιοποίησαν το ισόγειο και το έκαναν κατοικήσιμο, αφού έπαυσαν σε μερικούς από τους λίγους, που έχουν απομείνει να υπάρχουν ζώα. Τα σπίτια είχαν 1 η 2 η 3 το πολύ δωμάτια μικρά. Σήμερα παρατηρείται και μια γενική κίνηση για την επισκευή των σπιτιών, ακόμη  πολλά καινούργια έχουν γίνει πολλά από ξένους. Οι περισσότερες Πλατανιώτικες οικογένειες παλαιά ήσαν πολυμελείς και τα σπίτια τους είχαν πολύ λιτή και πτωχή επίπλωση..      

Σε ένα δωμάτιο του σπιτιού υπήρχε και υπάρχει και σήμερα στα περισσότερα το πατροπαράδοτο και παραδοσιακό τζάκι, το οποίο αποτελούσε και αποτελεί την κεντρική θέρμανση του σπιτιού κατά τον χειμώνα και στο οποίο έκαιαν και καίγουν και σήμερα εκείνοι, που έχουν απομείνει, άφθονα ξύλα (κούτσουρα), για να ζεσταθούν ένεκα του μεγάλου ψύχους του χειμώνα από τα χιόνια και του μεγάλου υψόμετρου του χωριού μας. Τα ξύλα προμηθεύονταν και τα προμηθεύονται και σήμερα σε μεγάλες ποσότητες από τα μεγάλα δάση, που υπάρχουν στο Δήμο Πλατάνου Στο τζάκι μαγείρευαν, τηγάνιζαν και έκαναν ό,τι άλλο είχε σχέση με το φαγητό. Μέσα στο σπίτι πολλές φορές παλαιότερα τοποθετούσαν και τον αργαλειό, λόγω δε του όγκου του περιόριζε ακόμη το χώρο του σπιτιού. Το Κράτος παλαιότερα ουδεμία φροντίδα έδειχνε για τα χωριά γενικά. Ο ύπνος γινόταν με στρωματσάδα. Ελάχιστα σπίτια διέθεταν κρεβάτια. Σαν δρόμοι μέσα στο χωριό υπήρχαν τα πετρώδη μονοπάτια, για φως το λυχνάρι, το νερό το κουβαλούσαν οι γυναίκες στην πλάτη από τη βρύση με τη βαρέλα.

Η σίτιση των κατοίκων ήταν λιτή τα παλιά χρόνια. Για κύριο ψωμί τον περισσότερο χρόνο είχαν καλαμποκίσιο, τη λεγόμενη «μπομπότα» η οποία παρασκευαζόταν κατά δύο τρόπους. Ένζυμη (με προζύμι) που λεγόταν ανεβατή και ψήνετο στο φούρνο και άζυμη (χωρίς προζύμι), που λεγόταν λειψή και ψήνετο στη γωνιά του τζακιού ως εξής: Έβαζαν το ζυμάρι στην καλά σκουπισμένη και πυρωμένη γωνιά, το σκέπαζαν με την γάστρα και επάνω στη γάστρα έριχναν αναμμένα κάρβουνα, για να ψηθεί. Η γάστρα ήταν ένα μεταλλικό η από  λαμαρίνα μεγάλο καπάκι, πολλές φορές μ’ αυτή έψηναν  και φαγητό, το οποίο ήταν τοποθετημένο σε ταψί και το σκέπαζαν με τη γάστρα. Κάποτε – κάποτε, εάν δεν υπήρχε γάστρα τη λειψή μπομπότα την έψηναν ρίχνοντάς της απ’ ευθείας χόβολη επάνω της χωρίς να; κάμουν χρήση της γάστρας.

Σιταρένιο ψωμί, το λεγόμενο καθάριο, έτρωγαν λίγες ημέρες του χρόνου, γιατί δεν είχαν μεγάλη παραγωγή σιταριού μετά τον πόλεμο του 1940. Πολλές φορές ανακάτωναν σιτάλευρο και καλαμποκάλευρο, τα ζύμωναν μαζί και έκαναν το λεγόμενο ανάμικτο ψωμί  και το ψήνανε στο φούρνο. Με σιτάλευρο παρασκεύαζαν τα ζυμαρικά του σπιτιού. Τραχανά, χυλόπιτες κ.λ.π., φύλαγαν και ορισμένη ποσότητα σιτάλευρου για να ζυμώσουν πρόσφορα (λειτουργιές) για την εκκλησία.

Η εργασία αυτή γινόταν πολλές φορές το χρόνο κατά τις μεγάλες γιορτές, τα ψυχοσάββατα , στα μνημόσυνα κ.λ.π. Μαζί με τα πρόσφορα οι νοικοκυρές έκαναν και μικρά ψωμάκια, τα λεγόμενα «λειτουργάκια» για τα παιδιά, τα οποία έτρωγαν με μεγάλη όρεξη.

Για φαγητά είχαν τον παραδοσιακό τραχανά, τη μανέστρα, τα διάφορα κηπευτικά, τα ξερά φασόλια, γάλα, τυρί, τις μεγάλες γιορτές έτρωγαν και κανένα κοτόπουλο από τα πουλερικά τους η κρέας από κάποιο σφαχτό της στάνης τους. Η κάθε οικογένεια, όπως αλλού αναφέρεται, έτρεφε ένα χοιρινό, πολλές έτρεφαν και 2 ίσως και περισσότερα. Το χοιρινό αυτό το έσφαζαν την παραμονή τα Χριστούγεννα, όπου έτρωγαν το κρέας, το δε λίπος του το έλιωναν. Μαζί με το λιωμένο αυτό λίπος έβραζαν και κομμάτια από κρέας. Αυτές ήσαν οι λεγόμενες «τσιγαρίθρες». Λίπος και τσιγαρίθρες ετοποθετούντο σε ειδικά δοχεία προς τούτο, τις λεγόμενες «λαϊνες» και τα δύο αυτά μαζί αποτελούσαν συμπλήρωμα της χειμωνιάτικης τροφής. Τα έντερα του χοιρινού τα γέμιζαν με βρασμένο βολουγούρη και άλλα εντόσθια και μπαχαρικά, τα έψηναν στο φούρνο και τα έτρωγαν. Αυτή η λεγόμενη «ματιά».           

Με το αργασμένο χοιρινό δέρμα έκαναν τα πρόχειρα παπούτσια, τα λεγόμενα γουρνοτσάρουχα. Το δέρμα του χοιρινού, για να αργασθεί, το άπλωναν στο πάτωμα και πατούσαν επάνω του αρκετές ημέρες.. Ρούχα για την ένδυσή τους στην πολύ παλιά εποχή οι κάτοικοι ελάχιστα προμηθεύονταν  από το εμπόριο. Τα περισσότερα, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο «Η οικοτεχνία της Πλατανιώτισσας», κατασκευάζονταν από την οικοδέσποινα με την ύφανση στον αργαλειό και με το πλέξιμο, συνηθέστερα ρούχα για την χειμερινή περίοδο ήσαν οι μάλλινες φανέλες, τα μάλλινα «τσουράπια» (κάλτσες), και η κάπα για τους τσοπάνηδες και ξωμάχους. Σαν επίσημη στολή οι περισσότεροι άνδρες την παλιά εποχή είχαν τη φουστανέλα με τα σχετικά προς αυτήν εξαρτήματα: ήτοι το κεντητό γιλέκο, τα επίσημα τσαρούχια με την φούντα και το κόκκινο φέσι επίσης με φούντα, οι δε γυναίκες το μακρύ Πλατανιώτικο φουστάνι με την συνγκούνα. Σήμερα οι στολές αυτές εξέλιπαν. Οι γυναίκες στο κεφάλι φορούσαν μαντίλι, το οποίον, αν ήταν χρώματος καφέ, λεγόταν «σκέπη».

Επίσης πολλά πάνινα ρούχα κατασκευάζονταν από το πανί του αργαλειού: (Φουστάνια, πουκάμισα, εσώρουχα ανδρών και γυναικών κ.λ.π.). Το ράψιμο των πάνινων ρούχων γινόταν από διάφορες μοδίστρες των χωριών. Εδώ επισημαίνεται, ότι πολλά αγόρια μέχρι 8-10 ετών παλαιά φορούσαν φουστάνια στα χωριά, όπως τα κορίτσια, σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή, που φορούν όλα, αγόρια και κορίτσια, παντελόνια.

Για παπούτσια οι περισσότεροι η να μη ειπούμε σχεδόν όλοι, την παλιά εποχή χρησιμοποιούσαν για τις εξωτερικές εργασίες και πορείες τα λεγόμενα «γουρνοτσάρουχα», που δεν είχαν καμιά σχέση με τα τσαρούχια των τσολιάδων, ούτε με τα τσαρούχια που φορούσαν με τις φουστανέλες. Τα κατασκεύαζαν μόνοι τους από κομμάτια αργασμένου χοιρινού δέρματος, κάλυπταν μόνο το κάτω μέρος του ποδιού, την πατούσα, το επάνω μέρος του ποδιού έμενε σχεδόν ακάλυπτο και μόνο περνούσαν επάνω του τα λουριά, από χοιρινό δέρμα και αυτά που έδεναν τα δύο πλάγια των τσαρουχιών, για να τα συγκρατούν στα πόδια, το κάθε τσαρούχι στην άκρη κατέληγε σε μικρή οξεία κόγχη. Στο πίσω και κάτω μέρος του ποδιού, το κάθε τσαρούχι στηριζόταν με χοιρινό λουρί, που συγκρατούσε τα δύο πισινά άκρα του.

Για τις γιορτές είχαν και τα λεγόμενα «γιορτινά» παπούτσια, άρβυλα ως επί το πλείστον η και καλύτερα. Πολλές φορές όμως σε ορισμένες οικογένειες δεν υπήρχαν για όλους «γιορτινά» και ο ένας φορούσε του άλλου, για να εμφανισθεί κάπου (εκκλησία, αγορά, πανηγύρι κ.λ.π.).

Για την αγορά των προς το ζην, όσα δεν μπορούσαν να κατασκευάσουν μόνοι τους, είχαν και τα μαγαζιά εμπορικά (μπακάλικα) στο χωριό μας, που παλαιότερα διατηρούσαν διάφοροι κατά καιρούς χωριανοί μας. Τέτοια μαγαζιά –μπακάλικα κατά διάφορα χρονικά διαστήματα ο καθένας είχαν οι: 1) Βασίλειος Παπανδρέου (Φουτάκος), 2) Γεώργιος Χρυσικός και Βασίλειος Χρυσικός (Βασιλείκας),3) Αφοί Δημητρακόπουλοι 4)Λεωνίδας Δ. Γερμανός, 5) Αντώνης Λάμπος, 6) Δημίτριος Καραγιάννης, 7) Βασίλειος Οικονόμου (Τζαβελοβασίλης),  8)Νικόλαος Σουμπασάκος (Καρπιτσάς), 9) Γεώργιος Μπαράκος και Νίκος Γιανακόπουλος, 10) Αντώνιος Γερμανός (Γερμαναντώνης), και 11) Αντώνιος Τάγκαλος (Ταγκαλαντώνης) στον Κάτω Πλάτανο.

Μερικά από αυτά χρησιμοποιούταν  και σαν καφενεία. Εκεί συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι και συζητούσαν τις διάφορες υποθέσεις του χωριού και εκεί έπιναν τον καφέ τους η οποιοδήποτε άλλο ποτό. Τέτοια μαγαζιά πλέον δεν υπάρχουν μόνο ένα μπακάλικο του Αντώνη Πλατανιώτη, λόγω αραίωσης των κατοίκων και έλλειψης πελατών

Για τούτο, λόγω της σκληρής και φτωχικής ζωής, από πολύ ενωρίς οι κάτοικοι του Πλατάνου άρχισαν να το εγκαταλείπουν και να φεύγουν προς αναζήτηση καλύτερης τύχης προς άλλα μέρη.

Πολλοί έφυγαν προς τα πεδινά μέρη την Ναύπακτο, άλλοι προς τις πόλεις, πολλοί δε προς την Αμερική..., Αυστραλία, Καναδά, Γερμανία κ.λ.π. Πολλοί είναι εγκατεστημένοι στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα.  Η πληθυσμιακή αιμορραγία είχε αρχίσει σε μικρό βαθμό από παλαιότερα, εξακολούθησε σε μεγαλύτερο βαθμό μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας.

Δυστυχώς το χωριό μας βαίνει κατά φθίνουσα αριθμητική πρόοδο, όπως και άλλα χωριά της Επαρχίας Ναυπακτίας, προς τέλεια ερήμωσή του σε λίγα χρόνια, παρ’ όλο που τώρα τελευταία έχουν αλλάξει τελείως επί το καλύτερον οι συνθήκες ζωής. Παραμένει και διατηρείται με τους ολίγους ηλικιωμένους κατοίκους, που έχουν απομείνει, μερικοί των οποίων ασχολούνται, όσοι μπορούν βέβαια, με την παραδοσιακή ακόμη μικρή κτηνοτροφία και κανένα μικρό κήπο, πολλοί όμως έχουν σαν βοήθημα και την μικρή σύνταξη του Ο.Γ.Α., ως και την οικονομική βοήθεια των ξενιτεμένων παιδιών τους. Το καλοκαίρι το χωριό αναζωογονείται με τον παραθερισμό ορισμένων ξενιτεμένων, που έρχονται από τις πόλεις.

Σήμερα υπάρχει αυτοκινητόδρομος ασφαλτοστρωμένος, φως ηλεκτρικό, ύδρευση στα σπίτια,  και τηλέφωνα σε όλα τα σπίτια. Αυτά όλα έγιναν με τις φροντίδες και ενέργειες της Κοινότητας Πλατάνου, της με έδρα την Αθήνα Συλλόγου Πλατανιωτών και την βοήθεια βέβαια του Κράτους, συνεχίζονται δε και σήμερα οι προσπάθειες και ενέργειες από το Δήμο Πλατάνου για την πιο πέρα αναζωογόνηση, αναβίωση και αναβάθμιση του χωριού. Παρ’ όλα όμως τα παραπάνω παρ’ όλο που πολλά σπίτια επισκευάσθηκαν και καινούργια έγιναν, το χωριό σε πληθυσμό φθίνει. Τα κίνητρα αυτά έπρεπε να είχαν δοθεί γρηγορότερα. Τώρα είναι αργά. Η προοπτική είναι απογοητευτική, γιατί νέες και νέοι πλέον δεν υπάρχουν για ανανέωση και αναπαραγωγή των ατόμων. Κατά χρονικά διαστήματα έχουμε θανάτους από τους στο χωριό υπάρχοντες, κανένα γάμο και καμία γέννηση.  Ευτυχώς που υπάρχει κάποια οικογένεια με 5 παιδιά, που δίνουν κάποια ζωντάνια στο χωριό. Επίσης τώρα τελευταία έχουμε και μερικούς Αλβανούς. Όταν γυρίζουμε στους δρόμους του χωριού, μας επαναφέρουν σε παλιές ιστορικές μνήμες, τότε που το έσφυζε από ζωή και κίνηση. Ας φροντίσει το Κράτος έστω και αργά, με όποιο τρόπο νομίζει καλύτερο, να διατηρηθούν τα χωριά προς αποφυγή μεγαλύτερου συνωστισμού των πόλεων, ο οποίος θα είναι και οδυνηρότερος μελλοντικά.


Copyright© 2000-2001 Plataniotis.com